ακύλας

ακύλας
I
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Μάρτυρας από την Τραπεζούντα. Αποκεφαλίστηκε, μαζί με τους συμπατριώτες του Βαλεριανό, Κανίδιο και Ευγένιο, την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (4ος αι.). Το συναξάρι τους, που βρίσκεται στη Χάλκη, γράφτηκε από τον Ιωάννη Ξιφιλίνο (11ος αι.). Η μνήμη του γιορτάζεται στις 21 Ιανουαρίου.
2. Εβραίος χριστιανός, ποντιακής καταγωγής. Εγκαταστάθηκε μαζί με τη γυναίκα του Πρισκίλη, στη Ρώμη, απ’ όπου όμως έφυγε αργότερα, στον διωγμό των χριστιανών από τον Κλαύδιο (μέσα 1ου αι.) και κατέφυγε στην Κόρινθο. Εκεί, ο Α. και η Πρισκίλη φιλοξένησαν τον Απόστολο Παύλο στο πρώτο του ταξίδι στην Κόρινθο και ανέπτυξαν μαζί του πολύ στενές σχέσεις. Ακολούθησαν τον Απόστολο στην Έφεσο όπου εγκαταστάθηκαν και επιδόθηκαν με ζήλο στην κήρυξη της χριστιανικής πίστης. Ο Απόστολος Παύλος τους μνημονεύει πολλές φορές στις επιστολές του. Σύμφωνα με μια παράδοση, ο Α. έγινε επίσκοπος Ηράκλειας. Αλλού αναφέρεται ότι πέθανε με μαρτυρικό τρόπο. Η μνήμη του γιορτάζεται στις 14 Ιουλίου.
II
(2ος αι. μ.Χ.). Ιουδαίος ερμηνευτής της Παλαιάς Διαθήκης από τη Σινώπη του Πόντου, ελληνικής καταγωγής όπως πιστεύεται. Ήταν σύγχρονος του αυτοκράτορα Αδριανού και, σύμφωνα με μια παράδοση, συγγενής του. Αναφέρεται επίσης σε ραβινική παράδοση ότι ήταν μαθητής των ραβίνων Ελιέζερ, Γιοσούα και Ακίμπα με τον οποίο και συνεργάστηκε στη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στα ελληνικά.
Ο Α. θέλησε να αντικαταστήσει τη μετάφραση των Εβδομήντα, που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε οι χριστιανοί, με άλλη, πιο πιστή στο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης. Για τον λόγο αυτό εργάστηκε με πολύ ζήλο, προσηλώθηκε όμως υπερβολικά στο εβραϊκό κείμενο και δεν μπόρεσε να αποφύγει ορισμένα λάθη απόδοσης και, μερικές φορές, και τη διαστρέβλωση της ελληνικής γλώσσας. Το έργο του αυτό εκτιμήθηκε πολύ από τους Ιουδαίους και χρησιμοποιήθηκε και στο Ταλμούδ. Επικράτησε αργότερα στους Εβραίους της διασποράς, έως και την εποχή του Ιουστινιανού. Από τη μετάφραση του Α. δεν σώζονται παρά ορισμένα αποσπάσματα, τα περισσότερα από τα οποία περιλαμβάνονται σε κείμενα του Ωριγένη.
* * *
ἀκύλας, ο (Μ)
αετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. aquila (=αετός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἀκύλας — Ἀκύλᾱς , Ἀκύλας masc acc pl (doric aeolic) Ἀκύλᾱς , Ἀκύλας masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ακύλας — ο κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ακύλας Κάσπαρ — (Aquila Kaspar, 1488 – 1560). Γερμανός θεολόγος. Υπήρξε οπαδός και συνεργάτης του Λούθηρου. Μαζί μετέφρασαν την Αγία Γραφή το 1524 στη Βυτεμβέργη. Καταδιώχτηκε από την Καθολική Εκκλησία και πέθανε το 1560. Το σημαντικότερο έργο του κυκλοφόρησε το …   Dictionary of Greek

  • Акила и Прискилла — (Άκύλας καί Πρίσκιλλα, Aquila et Priscilla), Аквила и Присцилла, свв., муж и жена сподвижники ап. Павла (1 Кор 16, 19; 2 Тим 4, 19); вначале жили в Риме, затем в Коринфе (Деян 18, 2), вместе с ап. Павлом достигли Эфеса (Деян 18, 18–26). Позднее… …   Католическая энциклопедия

  • Ἀκύλη — Ἀκύλας masc voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκύλου — Ἀκύλας masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Акила — (Ἀκύλας) греческое Род: муж. Отчество: Акилаевич Акилаевна Иноязычные аналоги: англ. Aquila ивр. עקילס‎ нем.  …   Википедия

  • Ἀκύλα — Ἀκύλᾱ , Ἀκύλας masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἀκύλᾱ , Ἀκύλας masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Priscilla and Aquila — were a First Century Jewish Christian couple described in the New Testament. Of the seven times they are mentioned, five times Priscilla s name is mentioned first. They lived in Ephesus and became ministry partners and fellow tentmakers with the… …   Wikipedia

  • Aquila — Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. Aquila est le nom latin de l aigle. Il est utilisé comme nom propre ou nom commun. Sommaire 1 Prénom …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”